- συνηθεστέρου
- συνήθηςdwellingmasc/neut gen comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγγλικισμός — ο αντί του συνηθέστερου αγγλισμός* … Dictionary of Greek
ασβόλη — η (AM ἀσβόλη, η Α και ἄσβολος, η, ο) η καπνιά, η μαύρη σκόνη που κάθεται πάνω στους τοίχους από καπνό φωτιάς νεοελλ. η συμφορά, η δυστυχία μσν. το μαύρισμα, το μουτζούρωμα με καπνιά αρχ. η ψιλή σκόνη από τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι αβέβαιης… … Dictionary of Greek
ηλιτόμηνος — ἠλιτόμηνος, ον (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε πρόωρα 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἠλιτόμηνον η πρόωρη γέννηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αλιτ τού αορ. αλιτείν «διαπράττω σφάλμα εις βάρος κάποιου» (βλ. λ. αλείτης) + μηνος (< μην «μήνας»). Το αρχικό φωνήεν… … Dictionary of Greek
συς — ο, η / σῡς, υός, ΝΑ (στη νεοελλ. ως λόγιος τ.) χοίρος, γουρούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σῦ ανήκει στην ίδια οικογένεια με το συνώνυμο ὗς (για ετυμολ. βλ. λ. ὗς) και χρησιμοποιείται κυρίως στον Όμ. αντί τού συνηθέστερου για την αρχ. γλώσσα ὗς. Προβλήματα… … Dictionary of Greek